- εὐδιάπνευστον
- εὐδιάπνευστοςperspiring freelymasc/fem acc sgεὐδιάπνευστοςperspiring freelyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδιάπνευστος — εὐδιάπνευστος, ον (Α) 1. ο ευδιάπνους* 2. αυτός που ιδρώνει εύκολα («τὸ δέρμα εὐδιάπνευστον ἐργάζεται»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαπνευστός (< διαπνέω)] … Dictionary of Greek